- αἰνιγματική
- αἰνιγματικόςin riddlesfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλχημεία — Ψευδοεπιστήμη που ασκήθηκε κατά την τελευταία περίοδο της αρχαιότητας και τον Μεσαίωνα. Σκοπός της ήταν η μετατροπή οποιουδήποτε μετάλλου σε χρυσό, ενώ ορισμένοι κλάδοι της οδήγησαν σιγά σιγά στη σύγχρονη χημεία. Ετυμολογικά, η λέξη α. φαίνεται… … Dictionary of Greek
εχινόδερμα — (echinoderma). Φύλο ασπόνδυλων ζώων αποκλειστικά θαλάσσιων, με ποικίλη εξωτερική μορφή. Τα ενήλικα άτομα έχουν πεντακτινωτή συμμετρία, η οποία επιτρέπει την εσωτερική διαίρεση του ζώου σε πέντε τμήματα κατά τους κύριους άξονες του σώματος. Η… … Dictionary of Greek
μεσόζωα — Μικρό φύλο θαλάσσιων ασπόνδυλων, με απλό, μικρό σώμα, που συχνά αποτελείται από λιγότερα από 50 κύτταρα, τα οποία σχηματίζουν δύο στοιβάδες· τα κύτταρα της εξωτερικής στοιβάδας φέρουν βλεφαρίδες, ενώ τα εσωτερικά είναι αναπαραγωγικά. Τα μ.… … Dictionary of Greek
πλάστιγγα — η / πλάστιγξ, ιγγος, ΝΜΑ, ιων. τ. πλήστιγξ Α ο καθένας από τους δίσκους τού ζυγού, τής ζυγαριάς νεοελλ. 1. είδος ζυγού μεγάλων διαστάσεων κατάλληλου για το ζύγισμα βαρέων σωμάτων 2. φρ. «η πλάστιγγα κλίνει» ή «η πλάστιγγα γέρνει» λέγεται στις… … Dictionary of Greek
χιτινόζωα — τα, Ν (παλαιοντ.) σημαντική, αλλά αινιγματική, απολιθωμένη ομάδα πρωτόζωων, τής οποίας οι εκπρόσωποι έζησαν από το ορδοβίσιο ώς το δεβόνιο και παρουσίασαν τη μεγαλύτερη εξάπλωσή τους κατά το σιλούριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ.… … Dictionary of Greek
όνειρο — Η πιο τυπική μορφή ψυχικής δραστηριότητας του ανθρώπου που κοιμάται. Οι νεότερες ψυχοφυσιολογικές έρευνες διαπιστώνουν ότι κατά μέσο όρο βλέπει κανείς τρία ό., κάθε νύχτα, αν και ύστερα δεν τα θυμάται πάντα, ότι τα ό. διαρκούν τόσο χρόνο όσος… … Dictionary of Greek
Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… … Dictionary of Greek
Εμέ, Ανούκ — (Anouk Aimée, Παρίσι 1932 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Γαλλίδας ηθοποιού Φρανσουάζ Ντρέιφους (Françoise Sorya Dreyfus). Σπούδασε στο Bauer Therond Dramatic School στο Παρίσι, ενώ είχε ήδη ξεκινήσει, σε ηλικία μόλις 14 ετών, τις εμφανίσεις της… … Dictionary of Greek
Καβάφης, Κωνσταντίνος — (Αλεξάνδρεια 1863 – Αλεξάνδρεια 1933). Ποιητής. Ο πατέρας του, Πέτρος Ιωάννης, ήταν δραστήριος έμπορος στην Αλεξάνδρεια, όπου τότε είχε αρχίσει να ακμάζει το ελληνικό στοιχείο. Η μητέρα του, Χαρίκλεια (το γένος Γεωργάκη Φωτιάδη), ανήκε σε παλιά… … Dictionary of Greek
Μέμφις — I Αρχαία πόλη της Αιγύπτου, πρωτεύουσα κατά την περίοδο του Αρχαίου Βασιλείου. Βρίσκεται κοντά στο Κάιρο, στη δυτική όχθη του Νείλου. Σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε από τον Μήνη στο σημείο συνάντησης της κοιλάδας και του Δέλτα, γι’ αυτό και… … Dictionary of Greek